- ξεκλειδώνω
- ξεκλείδωσα, ξεκλειδώθηκα, ξεκλειδωμένος1. μτβ., ανοίγω κάτι με κλειδί: Ξεκλείδωσα την πόρτα.2. αμτβ., ανοίγω, ξεκλειδώνομαι: Δεν ξεκλειδώνει το ντουλάπι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.